κουρσούμι,
το, ουσ.
[<τουρκ. kursum]. 1. μικρή μεταλλική
μπίλια, που χρησιμεύει στα ρουλεμάν: «τα παιδιά, στα χρόνια μας, εκτός από τις
γκαζιές, έπαιζαν και με τα κουρσούμια». 2. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ
βαρύ, ασήκωτο: «βάλε κι εσύ ένα χεράκι, γιατί το κιβώτιο είναι κουρσούμι και
δεν μπορώ να το σηκώσω μονάχος μου». 3. βαρύ φαγητό, δυσκολοχώνευτο:
«έφαγα δυο πιάτα φασουλάδα και τη νιώθω κουρσούμι μέσ’ στο στομάχι μου». 4.
άνθρωπος που δεν μπορεί να καταλάβει γρήγορα, ο μικρόνους: «πρέπει να του τα
κάνεις λιανά για να τα καταλάβει, γιατί είναι κουρσούμι ο άνθρωπος!»·
- έπεσα
σαν κουρσούμι, ξάπλωσα για να ξεκουραστώ ή για να κοιμηθώ πολύ βαριά από
υπερβολική κούραση: «ήμουν απ’ τα χαράματα στη δουλειά κι όταν γύρισα στο
σπίτι, έπεσα σαν κουρσούμι να κοιμηθώ». Συνών. έπεσα σαν κούτσουρο.